λαμπικάρω — λαμπικάρω, λαμπικάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαμπικάρω — και λαμπικαρίζω [λαμπίκος] 1. αποστάζω με τον άμπικα, με τον λαμπίκο 2. καθιστώ κάτι διαυγές, διυλίζω («λαμπικαρισμένο πετρέλαιο») 3. γίνομαι διαυγής 4. καθαρίζω («μού λαμπικάριζε τα μάτια, μού ακόνιζε το μυαλό», Βάρν.) … Dictionary of Greek
λαμπικάρω — λαμπικάρισα, λαμπικαρισμένος 1. μτβ. (για υγρό), αποστάζω. 2. μτφ., καθαρίζω τέλεια: Λαμπικάρισα τα τζάμια. 3. αμτβ., γίνομαι διαυγής: Λαμπικάρισε το μυαλό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] … Dictionary of Greek
καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
λαγαρίζω — (Μ λαγαρίζω) [λαγαρός] καθιστώ κάτι διαυγές και καθαρό, καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες, ραφινάρω, λαμπικάρω νεοελλ. 1. (για υγρό) γίνομαι διαυγής 2. (σχετικά με λογαριασμούς) κάνω εκκαθάριση, εκκαθαρίζω, ξεκαθαρίζω … Dictionary of Greek
λαμπικαρίζω — βλ. λαμπικάρω … Dictionary of Greek